Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΌΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


Μία φορά και έναν καιρό ήταν ένας πατέρας που είχε τρία αγόρια, όμως όλη η οικογένεια ήταν φτωχή. Μιά μέρα το μεγαλύτερο αγόρι είπε στον πατέρα του οτι θα πάει στο εξωτερικό. Προτού φύγει, ο πατέρας του έδωσε ένα καρπούζι και είπε «αυτό το καρπούζι θα τα ανοίξεις κοντά σε μία βρύση». Πήρε ο γιός το καρπούζι, χαιρέτησε την οικογένειά του και ξεκίνησε για το ταξίδι. Ταξιδεύοντας όμως δέν άντεξε και άνοιξε το καρπούζι. Απο το καρπούζι βγήκε μιά πανέμορφη κοπέλα, που του ζήτησε νερό· εκείνος δέν της έδωσε γιατί δεν είχε εκεί κοντά· έτσι η κοπέλα πέθανε. Τότε ο γιός στενοχωρήθηκε πολύ γιατί δεν άκουσε τον πατέρα του όταν του είπε να ανοίξει το καρπούζι κοντά σε βρύση. Έτσι γύρισε πίσω και είπε στον πατέρα του οτι έπρεπε να τον είχε ακούσε. Μετά απο λίγο καιρό το ίδιο πράγμα έπαθε και ο μεσαίος αδερφός. Ο τρίτος και μικρότερος αδερφός προχώρησε στα βήματα όπως του είπε ο πατέρας του. Άνοιξε το καρπούζι κοντά σε βρύση και απο μέσα βγήκε η πιό όμορφη κοπέλα του κόσμου και ζήτησε νερό, εκείνος αμέσως της έδωσε, η κοπέλα ήπιε νερό, έτσι έζησε. Το αγόρι έζησε μαζί της στο εξωτερικό, ευτυχισμένοι.


Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, όταν στον κόσμο υπήρχε μόνο ημέρα και η νύχτα ήταν άγνωστη, ο Ελέφαντας και η Χελώνα μάλωσαν άσχημα. Αιτία ήταν το πλούσιο γρασίδι ενός λιβαδιού. «Είναι δικό μου!» έλεγε η Χελώνα. « Όχι, είναι δικό μου!» επέμενε ο Ελέφαντας. Κανένας δεν υποχωρούσε, ώσπου, στο τέλος, ο Ελέφαντας θύμωσε πολύ. «Θα σου σπάσω το καύκαλο!» φώναξε και σήκωσε το πόδι του να χτυπήσει τη Χελώνα. Εκείνη, κατατρομαγμένη, έτρεξε να κρυφτεί ανάμεσα στους θάμνους της σαβάνας και κρύφτηκε τόσο καλά, που ο Ελέφαντας δεν κατάφερε να τη βρει. Όμως, την άλλη μέρα, ο Ελέφαντας ζήτησε τη βοήθεια των υπόλοιπων ζώων, κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για να την ξετρυπώσουν και να την τιμωρήσουν.Στο μεταξύ η Χελώνα, που ήταν έξυπνη και ήξερε πολλά μαγικά, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει, άρπαξε τη σκόνη και την πέταξε στον άνεμο. Τότε η νύχτα, που όπως είπαμε ήταν άγνωστη ως εκείνη τη στιγμή, σκέπασε τη γη...Τα ζώα, μη βλέποντας πια τον ήλιο, τρομοκρατήθηκαν. «Τι πυκνό σκοτάδι!», έλεγαν το ένα στο άλλο. «Τι έγινε ο ήλιος, πού πήγε η μέρα; Πώς θα ζήσουμε τώρα χωρίς φως;». Ο Ελέφαντας, καταστενοχωρημένος, θέλησε να διορθώσει τα πράγματα. Έστειλε τον Κόκορα να ζητήσει συγγνώμη από τη Χελώνα και να την παρακαλέσει να ξαναφέρει τη μέρα στον κόσμο. Ο Κόκορας ζήτησε από τη Χελώνα να συγχωρήσει τον Ελέφαντα, κι εκείνη δέχτηκε, φέρνοντας και πάλι τον ήλιο στον ουρανό. Όμως από τότε οι μέρες δεν είναι πια πάντα ηλιόλουστες και το φως δίνει τη θέση του στο σκοτάδι κάθε νύχτα.



Παπαδημητρίου Μαρία




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου